-
1 οιτος
ὅ1) удел, участь, судьба(οἶ. κακός Soph.)
2) несчастная судьба, печальный жребий(Δανάου ἤδ΄ Ἰλίου Hom.)
3) гибель, смерть(κακὸν οἶτον ἀπόλλυσθαι Hom.)
1 οιτος
(οἶ. κακός Soph.)
(Δανάου ἤδ΄ Ἰλίου Hom.)
(κακὸν οἶτον ἀπόλλυσθαι Hom.)